γερτός — και γυρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος («γερτός πεύκος») 2. σκυφτός («γερτός από τα χρόνια») 3. ξαπλωμένος 4. (για πόρτες ή παράθυρα) μισόκλειστος … Dictionary of Greek
άγερτος — και άγειρτος, η, ο αυτός που δεν γέρνει, όρθιος, ευθύς, αλύγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γειρτός, γερτός < γέρνω] … Dictionary of Greek
γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… … Dictionary of Greek
γήγερτον — το 1. το ανάχωμα 2. το γαιογνώρισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + γερτός < γέρνω] … Dictionary of Greek
γυρτός — και γειρτός και γιρτός, ή, ό 1. κυρτός, καμπύλος 2. επικλινής 3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ορθότερος τ. είναι γειρτός < (θ.) γειρ , έγειρα, αόρ. τού γέρνω. Από άλλους προτείνεται ο τ. γιρτός < γερτός < γέρνω, με… … Dictionary of Greek
κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… … Dictionary of Greek
κυρτώος — κυρτῷος, ῴα, ον (Μ) γερτός, λυγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + επίθημα ῷος (πρβλ. κερδ ώος)] … Dictionary of Greek
γυρτός — ή, ό βλ. γερτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)